ὁμοιοτάτας — ὁμοιοτάτᾱς , ὅμοιος like fem acc superl pl (attic epic ionic) ὁμοιοτάτᾱς , ὅμοιος like fem gen superl sg (attic epic doric ionic aeolic) ὁμοιοτάτᾱς , ὅμοιος like fem acc superl pl ὁμοιοτάτᾱς , ὅμοιος like fem gen superl sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιότατ' — ὁμοιότατα , ὅμοιος like adverbial superl (attic epic ionic) ὁμοιότατα , ὅμοιος like neut nom/voc/acc superl pl (attic epic ionic) ὁμοιότατα , ὅμοιος like adverbial superl ὁμοιότατα , ὅμοιος like neut nom/voc/acc superl pl ὁμοιότατε , ὅμοιος like… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιοτάταν — ὁμοιοτάτᾱν , ὅμοιος like fem acc superl sg (attic epic doric ionic aeolic) ὁμοιοτάτᾱν , ὅμοιος like fem acc superl sg (doric aeolic) ὁμοιοτάτᾱν , ὁμοῖος like fem acc superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγχοτάτω — ἀγχοτάτω (Α) επίρρ. (υπερθ. τού ἀγχοῡ *) 1. πάρα πολύ κοντά, πλησιέστατα 2. ομοιότατα 3. φρ. «οἱ ἀγχοτάτω προσήκοντες», οι πλησιέστατοι συγγενείς … Dictionary of Greek